μονάχανε

μονάχανε
μονάχανε (Μ)
επίρρ. βλ. μοναχός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”